- ρωγοβύζι
- το, Ν1. θηλή από ελαστικό που τοποθετείται στο στόμιο μικρής φιάλης η οποία περιέχει γάλα, αλλ. θήλαστρο, πιπίλα2. (κατ' επέκτ.) η φιάλη η οποία έχει στο στόμιό της την παραπάνω θηλή, αλλ. μπιμπερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρώγα + βυζί].
Dictionary of Greek. 2013.